- λαχανοπράτης
- λᾰχᾰνο-πράτης [πρᾱ], ου, ὁ,A greengrocer, PAmh.2.148.2 (v A.D.), PLond.1.113.6 (a) 7 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανοπράτης — λαχανοπράτης, ὁ (AM) πάπ. λαχανοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημοπράτης, ελαιο πράτης] … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek